περιαύλιο

περιαύλιο
το / περιαύλιον, ΝΜ
περιφραγμένη αυλή γύρω από ένα οικοδόμημα, ιδίως γύρω από μονή η εκκλησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + αὐλή (πρβλ. προαύλιο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περίαυλον — τὸ, ΜΑ το περιαύλιο, ο περίβολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + αυλον (< αὐλή), πρβλ. μέσ αυλον] …   Dictionary of Greek

  • περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”